- τετραφυλος
- τετράφυλοςτετρά-φῡλος2(ᾰ) разделенный (первоначально) на четыре филы
(Ἀθηναῖοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀθηναῖοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek
τετράφυλον — τετράφῡλον , τετράφυλος divided into four tribes masc/fem acc sg τετράφῡλον , τετράφυλος divided into four tribes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
τετραφύλους — τετραφύ̱λους , τετράφυλος divided into four tribes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραφύλων — τετραφύ̱λων , τετράφυλος divided into four tribes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)